ΘΑΝΟΣ ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΑΝΝΗΣ

ΕΙΔΙΚΟΣ ΜΑΙΕΥΤΗΡΑΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
ΕΙΔΙΚΕΥΘΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΘΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ

Για Ραντεβου καλεστε στο   2510 222900

Δευτ-Παρασκ 09:00 – 14:00 / Δευτ-Τρ-Πέμπ 18:00 – 21:00

τραχηλική ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία(cervical intraepithelial neoplasia-CIN)

Τραχηλική ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία

Ο όρος τραχηλική ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία(cervical intraepithelial neoplasia-CIN) αναφέρεται στην ύπαρξη δυσπλαστικών αλλοιώσεων στο επιθήλιο του τραχήλου, χωρίς διάσπαση της βασικής μεμβράνης. Ως κύριος αιτιολογικός παράγοντας θεωρείται η λοίμωξη από τον HPV, η οποία λαμβάνει χώρα κατ’αρχή στα κύτταρα της βασικής στοιβάδας. Όσες περισσότερες στοιβάδες κυττάρων , από την βασική προς την επιπολής, ανευρίσκονται με αλλοιωμένα κύτταρα, τόσο μεγαλύτερη θεωρείται η βαρύτητα της ενδοεπιθηλιακής βλάβης (CIN1,CIN2,CIN3).Ως CIN 3 θεωρείται η πλήρης κατάληψη όλων των στοιβάδων από δυσπλαστικά κύτταρα (carcinoma in situ). Τελευταία, η διάκριση αυτή σε τρεις βαθμούς αντικαθίσταται από άλλη με δύο βαθμούς, την ελαφρού και την σοβαρού βαθμού πλακώδη ενδσοεπιθηλιακή βλάβη (low & high grade intraepithelial lesion-Lo &Hi SIL). Περίπου το 80% των περιπτώσεων ελαφρού βαθμού CIN υπστρέφεται αυτόματα με την πάροδο του χρόνου, ενώ το υπόλοιπο εμφανίζει παραμονή ή και επιδείνωση των αλλοιώσεων.
Αντίθετα, οι σοβαρού βαθμού βλάβες εγκυμονούν κινδύνους να εξελιχθούν σε διηθητικές. Στις περιπτώσεις που οι αλλοιώσεις αφορούν το κυλινδρικό επιθήλιο συχνά αυτές δεν ανιχνεύονται με την διενέργεια του τεστ Παπανικολάου και διαγιγνώσκονται κατά την ιστολογική διαγνωστική προσέγγιση των αλλοιώσεων του πλακώδους επιθηλίου, με τις οποίες πολύ συχνά συνυπάρχουν.

Θεραπεία
Οι ελαφρού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις δεν απαιτούν κατά κανόνα θεραπεία αλλά παρακολούθηση με κυτταρολογική και κολποσκοπική εξέταση ανά 6μηνο, εάν δεν ενδείκνυται και με την λήψη μικροβιοψιών για ιστολογική εκτίμηση. Οι σοβαρού βαθμού αλλοιώσεις πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπίζονται χειρουργικά και μάλιστα με εξαίρεση της βλάβης (η καταστροφή της βλάβης με κρυοθεραπεία , Laser ή ηλεκτροδιαθερμία δεν εξασφαλίζει την πλήρη διάγνωση ούτε την πλήρη εξάλειψη της βλάβης-έτσι οι υποτροπές είναι σαφώς συχνότερες). Η εξαίρεση της βλάβης είναι δυνατόν να διενεργηθεί με την βοήθεια ηλεκτροδιαθερμικής αγκύλης υψίσυχνου ρεύματος (LLETZ), με ακτίνες Laser ή με νυστέρι. Οι δύο πρώτες μέθοδοι είναι δυνατόν να διενεργηθούν με τοπική αναλγησία , ενέχουν όμως το μειονέκτημα της πιθανής θερμικής βλάβης των ορίων του ιστικού δείγματος, το οποίο θα εξετασθεί από τον ιστοπαθολόγο, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό ως προς την δυνατότητα εκτίμησης της συνολικής ή μη αφαίρεσης της βλάβης. Στην κωνοειδή εκτομή του τραχήλου με νυστέρι συνήθως αφαιρείται μεγαλύτερο τμήμα του τραχήλου και απαιτείται γενική αναισθησία, τα όρια όμως του ιστικού δείγματος είναι πλήρως αξιολογήσιμα. Η διενέργεια κολποσκόπησης πριν από την χειρουργική εξαίρεση της βλάβης είναι απαραίτητη για την πλήρη τοπογραφική οριοθέτηση της αλλοίωσης και την καθοδήγηση της αγκύλης, της δέσμης Laser ή του νυστεριού. Η διάμετρος της βάσης και το ύψος του κώνου θα πρέπει να καθορίζονται ξεχωριστά για την κάθε ασθενή, ανάλογα με την έκταση και την τοπογραφία της βλάβης, την ηλικία της ασθενούς και το μαιευτικό ιστορικό της.

Επιπλοκές
Συνήθης επιπλοκή της κωνοειδούς εκτομής του τραχήλου με νυστέρι αλλά και της εφαρμογής Laser ή αγκύλης είναι αιμορραγία, διεγχειρητικά ή στις επόμενες 12 ώρες , ή ακόμη και μετά 7-12 ημέρες από την επέμβαση. Μετά την απόπτωση της εσχάρας από τον κρατήρα του τραχήλου. Σπανίως η αιμορραγία μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλη με σημαντική πτώση της αιμοσφαιρίνης. Μπορεί να επιπλακεί με μόλυνση του τραύματος. Τοποθέτηση ραμμάτων για έλεγχο της αιμορραγίας, επιπωματισμός του κόλπου, μετάγγιση αίματος και αντιβιοτική κάλυψη είναι η συνήθης αντιμετώπιση. Η στένωση του έξω τραχηλικού στομίου με απότοκο αιματόμητρα και δυσμηνόρροια είναι επίσης μία απώτερη επιπλοκή της κωνοειδούς εκτομής. Η αντιμετώπιση συνίσταται σε διάνοιξη του στομίου και διαστολή του τραχηλικού αυλού υπό γενική αναισθησία. Ως προς την αναφερόμενη τραχηλική ανεπάρκεια σε μία επόμενη κύηση, ως απότοκο προηγηθείσης κωνοειδούς εκτομής του τραχήλου και κίνδυνο προώρου τοκετού, τα δεδομένα και οι απόψεις είναι αντικροούμενες. Κατά κανόνα, εκτός ιδιαίτερα εκτεταμένων βλαβών που απαιτούν αφαίρεση εκσεσημασμένου τμήματος του τραχήλου, η κωνοειδής εκτομή δεν δημιουργεί προϋποθέσεις ανεπάρκειας του τραχήλου, ούτε απαιτείται ως εκ τούτου συρραφή του τραχήλου στην κύηση για προληπτικούς λόγους.